χορογραφικός

χορογραφικός
η , ό[ν] хореографический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χορογραφικός" в других словарях:

  • χορογραφικός — ή, ό, Ν [χορογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορογραφία …   Dictionary of Greek

  • χορογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορογραφία, αυτός που αναφέρεται στη σύνθεση του χορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»